λιγαδούρα

λιγαδούρα
και ληγαδούρα, η
1. λεπτό κεδρωτό σχοινί, η δετηρία
2. το κορδόνι που κρέμεται από τον λαιμό τού ναύτη και που στο κάτω μέρος του προσδένεται μαχαιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ligadura < λατ. ligatura, θηλ. τής μτχ. ligaturus τού ρ. ligo «δένω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ληγαδούρα — η βλ. λιγαδούρα …   Dictionary of Greek

  • λιγάρω — και ληγάρω δένω κάτι με λιγαδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. legare «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • επίδεσμος — ο 1. αυτό με το οποίο επιδένουμε κάτι. 2. (ιατρ.), ταινία από απολυμασμένο ύφασμα με την οποία περιβάλλουμε για θεραπευτικούς σκοπούς τραύμα, πληγή ή άρρωστο μέρος του σώματος. 3. (ιατρ.), φρ., «σκληρός επίδεσμος», επίδεσμος με τον οποίο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”