- λιγαδούρα
- και ληγαδούρα, η1. λεπτό κεδρωτό σχοινί, η δετηρία2. το κορδόνι που κρέμεται από τον λαιμό τού ναύτη και που στο κάτω μέρος του προσδένεται μαχαιρίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ligadura < λατ. ligatura, θηλ. τής μτχ. ligaturus τού ρ. ligo «δένω»].
Dictionary of Greek. 2013.